- ανθομανία
- Ανώμαλη και υπερβολική αύξηση του αριθμού ή του μεγέθους των ανθών ή ταξιανθιών, που συγκαταλέγεται μεταξύ των περιπτώσεων τερατομορφισμού των φυτών. Η α. συνίσταται στην παραγωγή μεγάλου αριθμού ανθών, συνήθως πιο μικρών από τα κανονικά, κατά τρόπο που να σχηματίζεται μία ταξιανθία ακανόνιστη.
Dictionary of Greek. 2013.